- ἐκστάσεως
- ἐκστάσεω̆ς , ἔκστασιςdisplacementfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ησυχαστής — ο (Μ ἡσυχαστής, θηλ. ἡσυχάστρια) [ησυχάζω] 1. μοναχός, ερημίτης αναχωρητής που ησυχάζει, που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και ζει σε απομόνωση 2. αυτός που έχει ως έργο την τήρηση τής τάξεως στο μοναστήρι, αλλ. σιλεντιάριος μσν. 1. (και στον πληθ.) … Dictionary of Greek
ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам … Православная энциклопедия